Λέσχη Ανάγνωσης Ενηλίκων

Την Δευτέρα, 15 Απριλίου, έγινε η καθιερωμένη συνάντηση των μελών της Λέσχης Ανάγνωσης Ενηλίκων της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης «Κ. Κούμας», όπου και συζητήσαμε τη νουβέλα του Μ. Μακρόπουλου «Το μαύρο νερό». Πρόκειται για μία συγκλονιστική αφήγηση του αγώνα ενός πατέρα με ένα γιο ανάπηρο να επιβιώσουν σε μια έρημη γη, ένα χωριό στο Πωγώνι, στην Ήπειρο, όπου έχει συντελεστεί μια οικολογική καταστροφή, έχουν πεθάνει άνθρωποι, τα περισσότερα σπίτια εγκαταλείφθηκαν και η επιβίωση για τους εναπομείναντες έγινε προβληματική.

Η αφήγηση ξεκινά με τον κεντρικό ήρωα, τον Πατέρα με κεφαλαίο Π (με την πρόθεση να δώσει έμφαση στην συγκεκριμένη ιδιότητα), έναν από τους 12 τελευταίους κατοίκους του χωριού. Μια εικόνα εγκατάλειψης κυριαρχεί μέσα από τις πρώτες σελίδες. «Ουσιαστικά δεν υπήρχε πια χωριό, μόνο ξεχασμένοι άνθρωποι». Η περιγραφή σπιτιών και ανθρώπων ταυτίζεται. «Έχουν κλειστή και άδεια όψη κι αυτοί». Δεν μιλούν. Η εγκατάλειψη δεν αφορά μόνο το συγκεκριμένο μέρος, αλλά ισχύει και γενικότερα. Κάθε Παρασκευή μόνο περνάει το λεωφορείο για να πάνε για ψώνια. Ο Πατέρας αγοράζει τα εντελώς απαραίτητα και βιβλία για τον γιο του Χριστόφορο. Στις γιορτές τον μεταφέρει στην αγκαλιά του και επισκέπτονται τα ξωκλήσια – τοπόσημα της περιοχής.

Και κάπου εδώ συμβαίνει η ανατροπή: Εναλλακτικά, υπάρχει για τους τελευταίους κατοίκους η επιλογή να μεταφερθούν σε άλλο χώρο, ωστόσο δεν πείθονται να φύγουν από τον τόπο τους, ακόμη κι όταν τους απειλούν ότι θα τους κόψουν το λεωφορείο και το επίδομα. Και τίθεται το δίλημμα: Πού είναι καλύτερα; Αποφασίζουν ωστόσο να μην φύγουν. Γιατί; Γιατί δεν είναι ελκυστική η ζωή στην πόλη; Μα θα τους λύσει πολλά θέματα επιβίωσης. Τι τους κάνει λοιπόν να μείνουν παρά το κόστος;

Στη συγκεκριμένη νουβέλα υπάρχει μία αίσθηση συνολικότερης κατάρρευσης που αφορά τον άνθρωπο και την φύση. Το κεφαλαιώδες οικολογικό ζήτημα συνυπάρχει με υπαρξιακές αναζητήσεις και με μια συζήτηση επαναδιαπραγμάτευσης των αξιών του σύγχρονου ανθρώπου. Ο Μακρόπουλος προβληματίζεται για τον νέο τρόπο ζωής στις μεγάλες πόλεις, όπου κυριαρχεί η έλλειψη επικοινωνίας, η αλλοτρίωση, και επιχειρεί να αναζητήσει ερείσματα για πιο ανθρώπινες κοινωνίες, όπως η αλληλεγγύη, η αγάπη, η συμπερίληψη. Χωρίς αυτά η ζωή είναι κενή περιεχομένου.

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος έχει επιλέξει ο ίδιος να ζει με την οικογένειά του στη Λευκάδα και έχει μία πολύ ιδιαίτερη σχέση με την Ήπειρο. Η Ήπειρος, άλλωστε, είναι η πρωταγωνίστρια στις τελευταίες του νουβέλες, και σε πολλά διηγήματα. Για την συγκεκριμένη νουβέλα εξομολογείται: «Η ιδέα του Μαύρου Νερού μού ήρθε λόγω των δοκιμαστικών γεωτρήσεων που έκαναν στην Ήπειρο. Όταν νιώσαμε τις εταιρίες γύρω μας, -γιατί κάνουν πράγματα εν κρυπτώ, δεν τους βλέπεις, παίρνουν πληροφορίες, ξέρουν πού να πάνε, ποια πόρτα θα χτυπήσουν, ξέρουν πού να κάνουν μια γεώτρηση, υπάρχουν και δεν υπάρχουν, είναι μια περίεργη υπόθεση -αναρωτηθήκαμε αν θα γίνουν εξορύξεις στο Πωγώνι, κι όταν το μάθαμε στεναχωρήθηκα πάρα πολύ.»

Το δίπολο ζωή- θάνατος κυριαρχεί στο κείμενο και στο αισιόδοξο -εν πολλοίς- τέλος της νουβέλας αποτυπώνεται η ανάγκη, μέσα σε ένα δυστοπικό πλαίσιο που έρχεται από το μέλλον, να επαναβεβαιωθούν οι βασικές αξίες του πολιτισμού μας. Λέει ο συγγραφέας: «Αν το συνειδητοποιήσεις, ο θάνατος είναι η απόλυτη δημοκρατία, δεν υπάρχει τίποτα πιο δημοκρατικό. Όλα τα υπόλοιπα έχουν τρομερή ταξική διαστρωμάτωση. Αν το συνειδητοποιούσαμε αυτό, θα βάζαμε κάποια πράγματα στην άκρη, θα σκεφτόμασταν και δεύτερη φορά τη συμπεριφορά μας απέναντι στον συνάνθρωπο, στο ζώο, στον πλανήτη».

Η επόμενη συνάντηση προγραμματίστηκε για τις 16 του Μάη, όπου και θα συζητηθεί «Ο ταχυδρόμος» του Γ. Παπαδάκη. Μέχρι τότε, να είστε καλά και καλές αναγνώσεις!

Η συντονίστρια
Σοφία Χρηστάκη

  • background
  • background